Νόμπελ Λογοτεχνίας για το 2018 και το 2019
Νόμπελ Λογοτεχνίας
Ανακοινώθηκαν το μεσημέρι της Πέμπτης 10 Οκτωβρίου από τον νεοδιορισθέντα μόνιμο γραμματέα της Σουηδικής Ακαδημίας Ματς Μαλμ τα βραβεία Νομπέλ Λογοτεχνίας για τα έτη 2018 και 2019.
Το Νόμπελ Λογοτεχνίας για το 2018 απονέμεται στην Πολωνή Όλγκα Τοκάρτσουκ για την «αφηγηματική της φαντασία η οποία με εγκυκλοπαιδικό πάθος αναδεικνύει το πέρασμα ορίων ως τρόπο ζωής».
Το Νόμπελ Λογοτεχνίας για το 2019 απονεμήθηκε στον αυστριακό Πέτερ Χάντκε, "για το επιδραστικό του έργο το οποίο με ευρηματικούς εκφραστικούς τρόπους διερευνά την ιδιαιτερότητα και τα όρια της ανθρώπινης εμπειρίας".
Πρόκειται για το έκτο Νομπέλ Λογοτεχνίας της Πολωνίας και το δεύτερο της Αυστρίας.
Ο Μαλμ πληροφόρησε τους δημοσιογράφους του διεθνούς Τύπου ότι οι δύο νομπελίστες είναι ενήμεροι για το βραβείο. Το τηλεφώνημα της Σουηδικής Ακαδημίας βρήκε τον Χάντκε στο σπίτι του και την Τοκάρτσουκ να οδηγεί στη Γερμανία, όπου βρίσκεται αυτές τις μέρες, και χρειάστηκε να κάνει να σταματήσει το αυτοκίνητό της παράμερα για να ακούσει τα ευχάριστα νέα.
Θυμίζουμε ότι το 2018 το Ιδρυμα Νομπέλ, που δίνει το χρηματικό έπαθλο των 8 εκατ. σουηδικών κορωνών (περίπου 1,16 εκατ. Ευρώ), ανέστειλε την απονομή του βραβείου εν μέσω σκανδάλου σεξουαλικής κακοποίησης, διαρροής απόρρητων πληροφοριών και οικονομικών ατασθαλιών, στο οποίο εμπλέκονταν η σουηδή ακαδημαϊκός Καταρίνα Φρόστενστον και ο γάλλος σύζυγός της Ζαν-Κλοντ Αρνό.
Νωρίτερα εφέτος ο πρόεδρος της Επιτροπής των Νομπέλ Λογοτεχνίας Αντερς Ολσον είχε χαρακτηρίσει τις επιλογές των βραβευθέντων ως τώρα «ανδρο-κεντρικές» και «ευρω-κεντρικές» και είχε κάνει λόγο για μια ενδιαφέρουσα παγκόσμια λογοτεχνία και αξιόλογες γυναικείες φωνές που η επιτροπή θα λάμβανε υπόψη δημιουργώντας προσδοκίες για τη βράβευση λογοτεχνών εκτός Ευρώπης. Με τις διαδικασίες επιλογής και τα κριτήρια της επιτροπής να παραμένουν άγνωστα, η Ευρώπη παραμένει σταθερά ο πολιτισμικός χώρος που φαίνεται ότι, κατά την επιτροπή του Βραβείου Νομπέλ, ηγείται στη λογοτεχνία.
Στην ιστορία του θεσμού έχουν απονεμηθεί ως σήμερα 116 βραβεία, τα 15 από αυτά σε γυναίκες, με πρώτη τη σουηδή συγγραφέα Σέλμα Λάγκερλεφ (1909) και προτελευταία τη Λευκορωσίδα Σβετλάνα Αλεξίεβιτς (2015).
Ολγκα Τοκάρτσουκ
Η Όλγκα Τοκάρτσουκ γεννήθηκε το 1962 στην πόλη Βρότσλαβ της Πολωνίας, όπου ζει ως σήμερα. Από το 1989, όταν δημοσίευσε την πρώτη της ποιητική συλλογή, παράλληλα με το κυρίως επάγγελμά της, της ψυχολόγου και ψυχοθεραπεύτριας, έχει αναδειχθεί σε μια από τις επιφανέστερες προσωπικότητες των σύγχρονων πολωνικών γραμμάτων. Έχει γράψει μυθιστορήματα και συλλογές διηγημάτων.
Έργα της έχουν αποτελέσει τη βάση για θεατρικά κείμενα και κινηματογραφικά σενάρια. Έχει τιμηθεί τέσσερις φορές με την κορυφαία λογοτεχνική διάκριση της πατρίδας της, το Βραβείο Nike, και έχει λάβει πλήθος ευρωπαϊκών διακρίσεων.
Η γραφή της συνδυάζει ιστορία και μυθοπλασία, αξιοποιεί αφηγηματικά στοιχεία της λαϊκής παράδοσης και αντανακλά την προσήλωσή της στον Καρλ Γιουνγκ. Ως ακτιβίστρια των Πρασίνων και αντεθνικίστρια, έγινε στόχος ακραίων στοιχείων με αφορμή το πολυσέλιδο μυθιστόρημα της, «Τα βιβλία του Ιακώβ» (2014).
Στα ελληνικά κυκλοφορεί το μυθιστόρημά της «Το Αρχέγονο και άλλοι καιροί» (μτφ. Αλεξάνδρα Δ. Ιωαννίδου, Καστανιώτης, 2017)
Το μυθιστόρημά της «Bieguni» (2007) που μεταφράστηκε στα αγγλικά με τίτλο «Flights» (Jennifer Croft, εκδ. Fitzcarraldo, 2017), τιμήθηκε μετο βραβείο Man Booker International Prize, το 2018. Το μυθιστόρημα με τίτλο «Οι πλάνητες» αναμένεται από τις εκδόσεις Καστανιώτη το 2020.
Πέτερ Χάντκε
Γεννημένος το 1942 στην Καρινθία της Αυστρίας, από μητέρα σλοβενικής καταγωγής και πατέρα Γερμανό στρατιώτη, ο Πέτερ Χάντκε σπούδασε νομικά στο Γκρατς, αλλά διέκοψε τις σπουδές του το 1966, όταν δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Σφήκες». Την ίδια χρονιά ανέβηκε στη Φρανκφούρτη σε σκηνοθεσία Κλάους Πάιμαν το θεατρικό του «Βρίζοντας το κοινό».
Παραγωγικός συγγραφέας, ο Χάντκε δημοσίευσε έκτοτε δεκάδες μυθιστορήματα, νουβέλες και θεατρικά έργα και θεωρείται ένας από τους «κλασικούς μοντέρνους συγγραφείς» του 20ού αιώνα. Μετέφρασε επίσης ξένους συγγραφείς στα γερμανικά, μεταξύ άλλων τραγωδίες του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη. Τάχθηκε κατά της διάλυσης της πρώην Γιουγκοσλαβίας και κυρίως κατά της αποκλειστικής ενοχοποίησης των Σέρβων για τον πόλεμο. Για το έργο του τιμήθηκε με τα βραβεία Μπύχνερ (1973) και Κάφκα (1979).
«Ελληνικά και λατινικά έμαθα στο εκκλησιαστικό οικοτροφείο. Προτιμώ τα ελληνικά γιατί δεν είναι μια γλώσσα της αυτοκρατορίας, είναι μια γλώσσα της πόλης, της κοινότητας. Εξάλλου, τα γερμανικά δεν είναι εντελώς ανόμοια με τα ελληνικά, και οι δύο γλώσσες έχουν αναρίθμητα σύνθετα, όχι μόνο ρήματα, αλλά κυρίως επίθετα. Νιώθω τα ελληνικά πολύ κοντά μου, και για τον λόγο ότι δεν ήταν μια γλώσσα νομοθετημένη, ούτε καν από τον Σόλωνα που νομοθέτησε επί παντός. Οι Ρωμαίοι αντίθετα κωδικοποιούσαν τα πάντα», είπε στον Σπύρο Μοσκόβου σε πρόσφατη συνέντευξή του στο «Βήμα».
Διαβάστε όλη τη συνέντευξη εδώ:
Ο Χάντκε αγαπήθηκε στη χώρα μας και πολλά έργα του μεταφράστηκαν ή μεταφέρθηκαν στη σκηνή. Η παρουσία του στα ελληνικά είναι αδιάλειπτη από τη δεκαετία του 1980. Κυκλοφορούν περίπου είκοσι έργα του, από διάφορους εκδότες, με τελευταία τη νουβέλα «Η μεγάλη πτώση» (Εστία, 2018).
Βλέπε εδώ αναλυτικά τα έργα του Χάντκε που κυκλοφορούν στα ελληνικά.
Πηγές: Το Βήμα και Καθημερινή